- αδιαλάλητος
- η , ο [ος , ον ] необнародованный; неразглашённый; не преданный огласке, тайный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek
αδιαλάλητος — η, ο αυτός που δε διαλαλήθηκε, δεν ανακοινώθηκε δημόσια: Το μεγάλο ελάττωμά του ήταν πως δεν άφηνε αδιαλάλητο κανένα μυστικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)